- υπερλυσιναιμία
- η, Νιατρ. μεταβολική νόσος, πιθανώς γενετικού χαρακτήρα, που χαρακτηρίζεται από αύξηση τού αμινοξέος λυσίνη στο αίμα και εκδηλώνεται με στατική και πνευματική καθυστέρηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperlysinemia].
Dictionary of Greek. 2013.